πετεινούς

πετεινούς
πετεινός
able to fly
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κοκορομαχία — η 1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα 2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μαχία (< μάχος <… …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • αλεκτορομαχίες — Αγώνες μεταξύ πετεινών, που συνηθίζονται έως τις μέρες μας σε διάφορες περιοχές της Ινδίας. Οι α. ήταν γνωστές και στην αρχαία Ελλάδα (αλεκτρυονομαχία) και στην Αθήνα ήταν δημόσιες. Λέγεται ότι η απαρχή τους βρίσκεται σε μια παρατήρηση του… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… …   Dictionary of Greek

  • άκραχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσκλήθηκε με κραυγή: Οι κότες άκραχτες δεν έρχονται. 2. αυτός που δεν έκραξε: Ζήτησε να του ετοιμάσουν για φαγητό άκραχτους πετεινούς. 3. απρόσκλητος: Μερικοί χωριανοί είχαν έρθει άκραχτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”